- πολύγουνος
- πολῠ-γουνος, ον,A = πολυγόνατος, many-jointed,
ὄνωνις Nic.Th.872
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄνωνις Nic.Th.872
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύγουνος — many jointed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγουνος — ον, Α (επικ. τ.) (για φυτό) ο πολυγόνατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόνυ, γόνατος / γούνατος / γουνός (πρβλ. βαρύ γουνος)] … Dictionary of Greek